- ὀξυβάφω
- ὀξύβαφονsmall vinegar-saucerneut nom/voc/acc dualὀξύβαφονsmall vinegar-saucerneut gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀξυβάφῳ — ὀξύβαφον small vinegar saucer neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυβάφωι — ὀξυβάφῳ , ὀξύβαφον small vinegar saucer neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδοξώ — φιλοδοξῶ, έω, ΝΑ [φιλόδοξος] αγαπώ πολύ και επιδιώκω την δόξα, είμαι φιλόδοξος νεοελλ. επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιήσω ένα έργο αρχ. 1. φρ. «φιλοδοξῶ εἴς τινας» επιζητώ να δοξαστώ μέσα σε ένα σύνολο ανθρώπων (Πολ.) 2. παροιμ. «φιλοδοξῶ ἐν… … Dictionary of Greek